πορφύρεοι

πορφύρεοι
πορφύρεος
heaving
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • TAPETES — Graec. Τάπητες, Ammonio οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλακὸν ἔχοντες, sicut Α᾿μφιτάπητες οἱ ἔξ ἀμφοτέρων; ubi μαλακὸν pro molli villo, sive pilorum mollitie posuit: idem fuêre cum Gausapis, sicut Amphitapetes cum Amphimallis. Nempe Tapetes ex una… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”